- πολυαλδής
- πολυ-αλδής, ές, viel ernährend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαλδής — ές, Α. ο πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευ αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
πολυαλδέσιν — πολυαλδής much nourishing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek